Παππούκααα
Πρώτος δεξιά καθήμενος χωρίς γυαλιά.
Θα κάνω αναφορά σε ένα δάσκαλο που είχα την
τύχη να μην τον έχω σε όλη μου τη διαδρομή στο δημοτικό. Ήταν ένας κοντός,
λιγνός με μεγάλα γυαλιά τύπος που απ΄ ότι αντιλαμβάνομαι τώρα πρέπει να είχε
κόμπλεξ με το ύψος. Φρόντιζε να φορά παπούτσια με ψηλότερο τακούνι για να
κερδίσει αυτούς τους λίγους πόντους που του έδινε. Γι΄ αυτό του είχαν προσδώσει
το παρατσούκλι ¨Τακουνάκιας¨. Αν τον έβλεπες σε παρέα μαθητών δεν ξεχώριζες ότι
υπάρχει μεγάλος άνθρωπος σ΄ αυτό το μπουλούκι. Είχε επί μονίμου βάσεως ένα
χάρακα στα χέρια του για να βαρά τους μαθητές αλλά και να τον χτυπά στο στηθαίο
της σκάλας προκειμένου να κάνει θόρυβο και να συνετίσει τα παιδιά που έκαναν
φασαρία και αταξίες κατά την ώρα του διαλείμματος.
Αγαπημένη του ατάκα.
-Να δω εγώ τώρα!
Η βία είναι για τους ανθρώπους
που δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη, σεβασμό και προσπαθούν να επιβληθούν επί των ανίσχυρων
με τη βία με την δύναμη που τους δίνει το επάγγελμά τους...
Κάποια παιδιά του
δευτέρου ορόφου ανακάλυψαν κάποια στιγμή κάτι επικίνδυνο. Δεν έβγαιναν στο διάλειμμα
έξω και έπαιζαν κυνηγητό μες την αίθουσα. Όταν το παιδί που τους κυνηγούσε τους στρίγμωνε και ήταν έτοιμο να τους πιάσει
πηδούσαν από το παράθυρο και έτρεχαν κατά μήκος του μπαλκονιού που δεν είχε και
ούτε πιστεύω μέχρι σήμερα να έχει προστατευτικά κάγκελα. Ο κίνδυνος να βρεθούν στο κενό ήταν ζήτημα χρόνου και κακιάς ώρας και μέρας.
Μας είχαν ενημερώσει
να μην ξανά επαναληφθεί.
Κάποια μέρα έτυχε ο δάσκαλος να
είναι κάτω στο προαύλιο και να δει μαθητές να τρέχουν στο μπαλκόνι.
Διαολίστηκε στην
κυριολεξία. Τρέχει γρήγορα επάνω στη τάξη. Μόλις τον είδαμε όλοι Παναγίες με τα
χέρια μπροστά στα θρανία μας. Μπροστά ο χάρακας πίσω αυτός άρχισε να μας ερευνά
κοιτάζοντας μας έναν έναν. Κάνει μια βόλτα τις 3 σειρές θρανία που υπήρχαν,
κάνει δεύτερη και αρχίζει να λέει.
-Εσύ! Έξω και άρχιζε να
βαράει. Πιο κάτω.
-Εσύ! Έξω, τα ίδια.
Έρχεται και σε μένα.
-Εσύ! Έξω.
-Μα δεν ήμουν στο
μπαλκόνι! Του λέω.΄
Ίσως το θεώρησε
προσβολή και θίχτηκε που τον αμφισβήτησα και άρχισε να με χτυπά αλύπητα. Έσπασε
ο χάρακας στα πόδια μου.
-Εμπρός στο γραφείο
όλοι σας!
Θα ήμασταν 5-6 παιδιά
όλα κι όλα. Δίπλα μου είχα τον Θόδωρα Βασιλείου. Ήταν ένα παιδί που έμενε με
τον παππού του τον μπάρμπα Θόδωρα τον Καστανά στο παρατσούκλι που έφτιαχνε τα κανό και τα νοίκιαζε
το καλοκαίρι στη θάλασσα. Το σπίτι ήταν απέναντι από το σχολείο. Το σπίτι
υπάρχει μέχρι σήμερα όπως ήταν, Παναγίας Γιάτρισσας 36. Από το γραφείο βλέπαμε
τον παππού του Θόδωρα που μαστόρευε στην αυλή. Με το Θόδωρα δεν τα πήγαινε καλά
ο αρχηγός της γειτονιάς ο Κωτσαρής οπότε δεν έπρεπε κανείς μας να τον παίζει. Υπήρχε
και κόντρα μεταξύ του παππού και του Κωτσαρή, γιατί πολλές φορές αναίτια
χτυπούσε τον εγγονό. Έτσι το παιδί ήταν συνέχεια στην κόντρα και στην απομόνωση
μπορώ να πω. Είχε πάντα το νου του στη φυγή από τη φασαρία, την εμπλοκή σε
καυγά. Το διέκρινες καθαρά στο βλέμμα του. Οι δάσκαλοι [παιδαγωγοί σου λέει] το
κατάλαβαν και άρχισαν να του κάνουν μπούλινγκ του παιδιού.
-Πες μας ήσουν στο
μπαλκόνι;
-Όχι έλεγε ο Θόδωρας.
-Έλα δω ρε γιατί λες
ψέμματα! Του λέει ο Ξυδιάς και πάει να τον πιάσει από την πλάτη και τα σκέλια.
-Θα σε κλείσω στην
ντουλάπα αν δεν πεις την αλήθεια! και κάνει να ανοίξει μια ντουλάπα του
γραφείου.
Τρελάθηκε ο Θόδωρας, κόντεψε να μείνει το
παιδί
-Βάζει μια φωνή που με
συνοδεύει πάντα σε όλη τη ζωή μου.
-Παππούκαααααα!
-Έρχομαιιιι παιδί μου! Ακούμε
τον παππού του.
Σαν ποντίκια μας έβγαλαν
έξω να πάμε στην τάξη. Ήρθε ο παππούς στο σχολείο αλλά δεν μάθαμε τι έγινε.
Τελικά πως γίναμε
άνθρωποι εμείς με τέτοιους δασκάλους μπορεί μόνο σε θαύμα να αποδοθεί.

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου