Μπισμπίκης


          
     
    Τούρκικη λέξη που σημαίνει μούσμουλο αλλά και να προσδιορίζει άτομο με μπιμπίκια. Συνήθως αποκαλούμαι κάποιον με την πρόθεση να τον υποτιμήσουμε και αν προσθέσουμε το γέρο μπροστά από τη λέξη εννοούμε το γέρο που κυνηγά μικρές κοπέλες. Θυμάμαι εδώ και δεκαετίες στην Επίδαυρο τον Παντελή Ζερβό να αποκαλεί γερομπισμπίκη τον Ντίνο Ηλιόπουλο στις «Εκκλησιάζουσες». Φυσικά εμείς οι Περαχωρίτες γελάσαμε πάρα πάνω γιατί φέραμε στην σκέψη μας τον μπάρμπα Γιώργη Γεωργίου.    
Στην Περαχώρα μ΄ αυτό το όνομα αποκαλεί το ο μπάρμπα Γιώργης Γεωργίου με το γνωστό λιοτρίβι στην είσοδο του χωριού. Άνθρωπος πανέξυπνος, αν όχι τετραπέρατος με μάτια σχεδόν σχιστά που φανερώνουν πρώτα από όλα πονηριά, ευστροφία αλλά και άνθρωπο με χιούμορ.
Η πρώτη μας γνωριμία δεν έγινε και κάτω από ευχάριστες συνθήκες. Μάλλον ξεκίνησε άσχημα και εξελίχθηκε σε αφήγηση ζωής.
Δυο παρέες ήταν όλες κι όλες στην ταβέρνα που είχαμε ανοίξει με τον Αντώνη Διαμαντή στην Περαχώρα στο μεσαίο δρόμο στο σπίτι του μπάρμπα Μήτσου Γέρου που έμενε στην Ελευσίνα. Η μία μόλις μπαίναμε μέσα δεξιά στο δεύτερο τραπέζι με πλάτη τον τοίχο, ήταν ο Λουκάς Δόσχορης [Κουκουμέριζας] και ο μπάρμπα Γιάννης Νικολάου [Τρικούπης].
Τρία τραπέζια μακρύτερα και στο μέσον περίπου του μαγαζιού ήταν οι συνήθεις ύποπτοι. Μια παρέα που δεν έλειψε ούτε μια μέρα από το μαγαζί αφ΄ ότου άνοιξε. Ο μπάρμπα Γιάννης Μίχας [Υπόπτης], ο μπάρμπα Γιώργης Λαμπαδάρης, ο μπάρμπα Θανάσης Φόρτης [Καραμπούσουλας] ο μπάρμπα Κίτσος Παντελέων [Ρουμπαμπάς] και αυτό το βράδυ είχε έρθει προσκωλυόμενος ο μπάρμπα Γιώργης Γεωργίου [Μπισμπίκης].
Ήξερα ότι το μεγάλο πειραχτήρι της παρέας πως ήταν ο μπάρμπα Λαμπαδάρης. Τραγουδούσε συνήθως ο Κίτσος. Η φωνή του ίσα που έβγαινε από το στόμα του, οπότε πεταγόταν ο μπάρμπα Γιώργης και τον πείραζε.
-Σιγά Κίτσο! Μας κούφανες πιο σιγά!
Ώσπου εκείνο το βράδυ  γνώρισα τον Μπισμπίκη και είδα ότι υπήρχε και ανώτερος από τον Λαμπαδάρη.
Ο Λουκάς ήταν Φινλανδία και είχε έρθει για κάποιον λόγο μόνος του, χωρίς την οικογένειά του. Έτρωγαν μπακαλιάρο και έπινε μπύρα. Ο μπάρμπα Γιάννης κρασί. Συνομιλούσαν δυνατά και τι άλλο; Πολιτικά. Πέταγε μπηχτές ο Λουκάς συμπλήρωνε ο Μπάρμπα Γιάννης. Η άλλη παρέα μπήκε και αυτή στην πολιτική συζήτηση και αυτή σε δυνατό τόνο της φωνής και ήταν σαν να απαντούν σ΄ αυτά που έλεγαν ο Λουκάς με τον μπάρμπα Γιάννη.
-Δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα θα αρπαχτούν! Μου λέει ο Αντώνης.
Κάποια στιγμή η συζήτηση εξελίχτηκε από τραπέζι σε τραπέζι. Οι μεν ρωτούσαν, οι δε απαντούσαν. Τι έκαναν οι δεξιοί! Τι έκαναν οι αριστεροί!
Πετάγεται ο Λουκάς και λέει.
-Από σας τους δεξιούς έγιναν όλα!
-Τι είπες ρε παλιό φίνο; Απαντά ο Λαμπαδάρης και σηκώνεται όρθιος.
Βουτά την σωλήνα που έπινε μπύρα ο Λουκάς, ο μπάρμπα Γιάννης της δίνει μια στο τραπέζι και την σπάει. Κρατώντας την μαινόμενος  κινήθηκε εναντίον του.
-Ποιόν είπες φίνο ρεεε! Ξέρεις πως με λένε εμένα! Τρικούπη ρεεε!
Ωχ! Λέω θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα απόψε. Βλέπω τον Μπισμπίκη καθόταν απαθέστατος. Ετούτοι θα σκοτωθούν και αυτός δεν κοιτάει να τους ηρεμήσει! Με το πρώτο βήμα που κάνει ο Τρικούπης βγάζει μια ήρεμη φωνή ο Μπισμπίκης.
-Κάτσε κάτω ρεεε!
Έχετε δει τα εκπαιδευμένα σκυλιά πως αντιδρούν στο πρόσταγμα του αφεντικού; Ακριβώς το ίδιο συνέβη. Σταματά επί τόπου, του φεύγει ο θυμός, η αγριάδα και ξανά κάθεται στο τραπέζι του. Προσπάθησε να σώσει την αξιοπρέπειά του λέγοντας.
-Να μου πει εμένα φίνο;
-Ρεεε δεν το είπε για σένα!
-Το ίδιο είναι! Το είπε στην παρέα μου!
Πλήρωσαν έφυγαν ο Λουκάς με τον Τρικούπη. Πάω κοντά στον Μπισμπίκη και του λέω.
-Εγώ φοβήθηκα πως θα σκοτωθούν! Πως κατάφερες και τον ηρέμησες;
-Κάτσε ρε να μάθεις 5 πράγματα μου λέει. Με ξέρεις εμένα;
-Ακουστά έχω αλλά τώρα πρώτη φορά σε βλέπω από κοντά!
-Ξέρεις που ανήκω;
-Δεξιά!
Κούνησε το κεφάλι του και άρχισε να μου εξιστορεί. Η καλύτερή μου εμένα.
Τα Μπίσια όλα δεξιά να το ξέρεις. Ο μόνος που ήταν αριστερός ήταν ο Γιάννης. Μαζεύτηκαν οι Μπισιώτες να τον κάνουν εξορία. Εγώ σαν αριστερός εδώ στην Περαχώρα τον μάζεψα, του βρήκα και γυναίκα και έτσι δεν πήγε εξορία. Αυτό έλειπε να του μίλαγα εγώ και να έκανε μαγκιές. Ζήσαμε πολύ δύσκολες καταστάσεις. Με κυνηγούσαν εδώ στην Περαχώρα να με σκοτώσουν, αναγκάστηκα να σηκωθώ να φύγω. Πήγα σε ένα χωριό της Κορινθίας φόρεσα και ένα ράσο, άφησα και γένια  και έκανα τον καλόγερο. Έρχονταν οι γυναικούλες και μου έλεγαν.
-Έκλεψα από το κοτέτσι της γειτόνισσας δυο αυγά να φάμε; Είναι αμαρτία παππούλη μου;
-Δέκα μετάνοιες και μη το ξανακάνεις τους έλεγα.
Τους ξομολογούσα όλους γυναίκες άντρες. Το καλύτερο που μου συνέβη εκεί. Έρχεται ένας Περαχωρίτης με τη σούστα κάτι να πουλήσει. Τον πιάνω και αυτόν και τον ε ξομολογάω. Μου είπε το όνομα δεν το συγκράτησα.
-Έχει αντάρτες το χωριό σου; Τον ρώτησα.
-Όχι παππούλη μου.   
Μετά αφού έφτιαξαν τα πράγματα γύρισα πίσω και έτυχε με αυτόν που εξομολόγησα να μου κάνει μαγκιές σαν τον Γιάννη τώρα.
-Ρε τι να μου πεις εμένα; Εγώ σε εξομολόγησα και μου κάνεις τον πονηρό τώρα; Του έφυγε και η μαγκιά και όλα…
2 παρά τέταρτο 3 συντάξεις ακόμα να δώσω 2 του μπάρμπα Γιώργη και Τσεβής και του Παπαϊωάννου δίπλα. Φωνάζω
-Μπάρμπα Γιώργη!
-Έλα μέσα!
Να σου ο Παπαϊωάννου δίπλα στις αμυγδαλιές.
-Δεν μου δίνεις την σύνταξη μου;
-Φώναξα του μπάρμπα Γιώργη και περιμένει! 2 λεπτά τις δίνω και έρχομαι.
Που!!! Έτρωγαν μπριάμ.
-Τσεβή ένα ποτήρι και βάλε φαΐ στον ταχυδρόμο!
-Ρε μπάρμπα Γιώργη βάλε δυο υπογραφές να φύγω περιμένει ο Παπαϊωάννου έξω!
-Ρε κάτσε κάτω! Α στον να περιμένει! Σπίτι μου αν μπει άνθρωπος και τρώμε θα φάει! Κάτσε!
2.30 η ώρα, με χίλια ζόρια με άφησε να φύγω.
Ένα μικρό μνημόσυνο ανήμερα της γιορτής του.    

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μη μου δίνεις ψάρια…

Ο Κιμ της καρδιάς μας!

Στη ν¨δημοκρατία¨ δεν υπάρχουν αδιέξοδα...