ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ

        
  
                           ΤΗΣ  ΑΓΙΑΣ  ΤΡΙΑΔΟΣ
      Δεν νομίζω να πήγαινα καν σχολείο αλλά αυτή την ημέρα την περίμενα πως και πως. Ήταν η ημέρα της Αγίας Τριάδος. Γιόρταζε το ομώνυμο μοναστήρι αρκετά έξω από το χωριουδάκι μας [τότε] όπου μόναζαν μάλλον 2 με 3 μοναχές.
Ξεκινούσαμε από την παραμονή με το άσπρο γαϊδουράκι που είχαμε και με παρέα γειτονική οικογένεια ανηφορίζαμε για το βουνό. Εμείς τα παιδιά όλο χαρά καβάλα στα 2 γαϊδούρια μαζί με τα φαγώσιμα πράγματα αλλά και στρωσίδια όλο αγωνία μόλις φτάναμε κοντά στο βουνό και βλέπαμε γύρω μας πεύκα λέγαμε.
-Να! Φτάσαμε! 
Μάταια όμως ο δρόμος ήταν μακρύς και δεν βλέπαμε να ξεπροβάλλει το μοναστήρι.
-Μπαμπά! Ακόμα να φτάσουμε; Κουραστήκαμε!
Ρωτούσαμε όλο απορία γιατί ήταν και το σαμάρι που σε ξελίγωνε. Σε κάθε βήμα του γαϊδουριού πήγαινε μπρος πίσω όπως τα καθίσματα στους κωπηλάτες αγώνων, αμάθητοι εμείς ζαλιζόμαστε εύκολα.
-Ε! λίγο ακόμα, μας παρηγορούσαν.
Από τα πολλά κάποτε φτάναμε. Το αντιλαμβανόμασταν γιατί λίγο πριν το μοναστήρι συναντούσαμε το ρυάκι με το νερό, όπου υπάρχει και σήμερα. Εκεί που συναντάται το νερό από την Αγία Τριάδα με το νερό από το Ζάστανο. Τα γαϊδούρια τσαλαβουτούσαν ευχάριστα στο νερό αλλά οι γονείς μας πήγαιναν πιο πάνω για να βρουν κάποιο μέρος που στένευε το ρυάκι για να μπορούν να πηδούν και να μη βρέξουν τα παπούτσια τους.
Πηδάγαμε γρήγορα σαν φτάναμε από τα γαϊδούρια και τρέχαμε στο ποταμάκι να παίξουμε. Μέχρι να ρθει το μεσημέρι για να φάμε προσπαθούσαμε να βρούμε πιο μέρος κάνει τον καλύτερο καταρράκτη. Όταν μας φώναζαν για να φάμε κατάκοποι, μούσκεμα αλλά γεμάτη χαρά και αγαλλίαση πιάνα με θέση κάτω από τον πιο παχύ ίσκιο πεύκου που υπήρχε γύρω μας.
Δεύτερος γύρος εξερεύνησης μετά. Παίρναμε πάλι το ποταμάκι και πηγαίναμε ψηλά προς το βουνό. Θέλαμε να δούμε πως ήταν το ποταμάκι εκεί που δεν έφτανε το μάτι μας. Τα μικρότερα αδέρφια μας έτρεχαν στους γονείς μας και μας «κάρφωναν».
Γεμάτοι αγωνία μας έψαχναν και μας απειλούσαν αν απομακρυνόμαστε θα φύγουμε.
Παναγίες μετά εμείς, όλη την ώρα εκεί γύρω παίζαμε με το νερό.
Το βράδυ ήταν η καλύτερή μας. Στρωματσάδα όλα τα παιδιά μέσα σε μια τσίγκινη καλύβα, του Παπαφίλη ήταν, μας φαινόταν πως ήμασταν στο καλύτερο ξενοδοχείο. Οι γονείς μας ξενυχτούσαν οπότε ήταν όλη η καλύβα δική μας.
Το πρωί μας τα χάλαγαν γιατί άρχιζε να έρχεται κόσμος και χάναμε αυτή την μοναδική αποκλειστικότητα του χώρου και τόπου που είχαμε. Λίγα αυτοκίνητα αλλά με πολλά ζώα, γαϊδούρια, μουλάρια ότι είχε ο καθένας ερχόταν. 
Μέχρι και το καφέ πούλμαν του Φούσκα ερχόταν γεμάτο κόσμο.
Η χαρά μας ήταν απερίγραπτη όταν συναντούσαμε κάποιο φίλο μας και του λέγαμε πως περάσαμε τη νύχτα σ΄ αυτή τη καλύβα. Το βλέπαμε στο βλέμμα του. Ζήλευε.
Αυτό συνεχιζόταν για χρόνια και όταν κάποια στιγμή μας ανακοίνωσαν πως φέτος δεν πάμε γιατί το καλύβι το θέλει ο Παπαφίλης πέσαμε όλα τα μικρά σε κατάθλιψη.
-Ρε μπαμπά δεν μπορείς να φτιάξεις ένα δικό μας καλύβι να πηγαίνουμε;
Ρώτησα με μεγάλη λαχτάρα και περιμένοντας να μου πει εντάξει.
-Δεν έχουμε δικά μας πεύκα; Να  φτιάξουμε ένα εκεί δίπλα;
Γέλασε με την παιδική αφέλεια και μου λέει.
-Τα δικά μας πεύκα είναι 3 ώρες δρόμο που να πάμε εκεί πάνω!
Έφυγε η γη κάτω από τα πόδια μου. Δεκαετίες μετά έκανα να πάω τέτοια μέρα στο μοναστήρι, με κάτι φίλους Γερμανούς.           
Αλήθεια ποιος έχει σκεφτεί τα μικρά παιδιά;
Ρώτησε κανείς το/τα παιδί [ά] του αν προτιμά διακοπές σε ξενοδοχείο ή σε ένα φυσικό περιβάλλον, μέσα στη φύση; Κοιτάμε όλοι την άνεση και χάνουμε την επαφή με τη φύση και την πραγματική έννοια της απόλαυσης. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μη μου δίνεις ψάρια…

Ο Κιμ της καρδιάς μας!

Στη ν¨δημοκρατία¨ δεν υπάρχουν αδιέξοδα...