Λιαμ Σαμπέκος



  Περαχωρίτης, ψηλός, ξερακιανός, μόνιμα ακούρευτος, άκακος σαν αρνί ο Μπάμπης ή Λιάμης Παππάς στο επώνυμο. Αυτός θα πήγε όρθιος στον παράδεισο μου λέει χαρακτηριστικά ο μπάρμπας μου Νίκος Ζερβός. Μέχρι που πέθανε δεν ήξερε την αξία των χρημάτων. Θεωρούσε πλούσιο τον εαυτό του αν είχε 3 χαρτονομίσματα των 100 δρχ. στο χέρι του.
-Κοίτα βλαμ έχω πολλά λεφτά! Δεν είναι πολλά; Θα πάω στο πανηγύρι θα κάνω ζημιά θα τα σπάσω όλα! Δεν θα αφήσω τίποτα. Θα πλερώσω!
Τον είχα συναντήσει έξω από το ξενοδοχείο Γεράνεια και πήγαινε να πάρει το λεωφορείο για να πάει στη Βόχα που είχε πανηγύρι και μου δείχνει 3 κατοστάρικα.
Ας τα πάρουμε από την αρχή. Ο Μπάμπης ήταν μια ζωή στη δούλεψη στα γίδια του Ζαρλίτη [Παντελέων]. Έφευγε ,ξανά πήγαινε όποτε το θυμόταν…
Ο Χρυσανθόπουλος όταν ήρθε και ανάλαβε σαν διοικητής στην αστυνομία, βρήκε μοναδικό κρατούμενο τον Μπάμπη. Ζήτησε να τον δει. Είχε κάνει ζημιά με τα γίδια σε κάτι φυντάνια και τον είχαν μηνύσει. Τον βλέπει, συζητάνε και μου λέει.
-Ήρθαν στις σκέψεις μου άνθρωποι από το χωριό μου τσοπάνηδες που ήταν έτσι αγνοί και αγαθοί.
Τον πήρα με το 100 και αρχίσαμε να πηγαίνουμε σε διάφορες αποστολές. Όπου πήγαινα και ο Μπάμπης μαζί. Το μεσημέρι στον Έλατο για φαΐ. Πάμε παραγγέλνουμε και μια μπύρα και φάγαμε. Λέω του Μπάλτα.
-Όποτε έρχεται ο Μπάμπης εδώ θα του δίνεις να τρώει και θα πληρώνω εγώ!
-Εντάξει.
Την άλλη μέρα δεν μπόρεσαν να πάνε μαζί.
-Πήγαινε μόνος σου! Του λέει.
Πάει ο Μπάμπης παραγγέλνει και καθόταν χωρίς να ακουμπά το φαΐ.
-Φάε ντε, τι κάθεσαι; Του λένε.
-Μπύρα! Δεν έχει; Τους ρωτά απορημένος.
Τι να κάνουν του πάνε και μπύρα και έφαγε.
-Μπάμπη τώρα εντάξει φύγε πήγαινε στη στάνη! Του λέει ο Χρυσανθόπουλος.
-Όχι! Τι να κάνω στη στάνη! Μ΄ αρέσει, εδώ θα κάτσω!
Τρόμαξα να τον κάνω να φύγει…   
Ένα βράδυ ο Λάκης Τσανακούλιας, ο Αλής, Ο Γιάννης Μάρκελλος κ εγώ πάμε στη στη στάνη να δούμε τον Λιάμη. Πιάσαμε τις ιστορίες.
Μας είπε πως είχε πάει υπηρέτης σε άλλη στάνη και επειδή έτρωγε πολύ του είχαν δέσει ένα τροκάνι στο λαιμό και μόλις πήγαινε να σηκωθεί τη νύχτα για να φάει κρυφά, χτύπαγε και του φώναζαν.
-Μπάμπηηηη! Κάτσε κάτω!  
-Ρε Μπάμπη δεν το έλυνες; του λέει ο Γιάννης
-Δεν μπορούσα! Μου το είχαν σφιχτά δεμένο.
-Α ! ρε Μπάμπη δεν ξέραμε τι μάρκα καπνίζεις να σου φέρναμε, ξανά λέει ο Γιάννης.
-Του Μπάμπη αν λέγατε θα σας έδινε, αυτά με το φελλό [φίλτρο].
-Άντε ντε τι κάθεσαι σήκω να σφάξεις κάνα κατσίκι να φάμε; Του λέμε
-Είναι όλα μπινιάρικα[μονά]! Δεν έχω!
-Έχεις καμιά 30αριά;
-Μπα πάρα πάνω!
-40;
-Πάρα πάνω!
-10;
-Κάπου εκεί.
Του είπα την ιστορία με την Παγώνα Βογιατζάκη.
-Μου έδωσε βλάμη ξύλο πολύ. Της έκοψα όλα τα κολοκύθια. Γιατί τα έκοψες ρε ζώον, μου είπε.  
Τι είχε κάνει [μου το είχε πει ο θείος μου]. Είχε φυτέψει η Παγώνα Βογιατζάκη κολοκύθια, στο Καλαμάκι, πήγε με τα γίδια από κει, τα πέρασε για πεπόνια, έκοβε το ένα αγίνωτο ,το άλλο το άλλο τα έκοψε όλα. Η Παγώνα γάτα [μου το είχε πει και ο Γυφτόπουλος, συνεργάτης του Τσιγάντε] δεν είπε σε κανέναν τίποτα μόνο κράτησε στη μνήμη της τα σημάδια από τα τσαρούχια. Όταν είδε ότι ήταν του Μπάμπη όταν τον συνάντησε τον έκανε ασήκωτο.    
-Την μάνα μου την γνωρίζεις; του λέω.  
-Ρε τη μάνα σου; Ένα αίμα, μια γειτονιά!
Ένα καλοκαίρι είχε έρθει σπίτι και εγκαταστάθηκε σε ένα υπόστεγο που έβαζε ο Κορογγιανάκης τα τσιμέντα μη βραχούν. Το συνήθιζε να κάνει κοπάνες από τη στάνη. Λέει της Νότας Κορογιαννάκη.
-Α ρε Νότα μου είχες κάψει από τότε την καρδια! Και τώρα με 3 παιδιά σε παίρνω! Συμπλήρωνε. Φοβερός και το καλύτερο.
Απόκριες στο μαγαζί του Κωτσαρή[είχε νοικιάσει του Λευτέρη Παντελέων, Μπέτσος]. Καθόμασταν αρκετοί, δεν τους θυμάμαι καλά αλλά τον Τσέπα [δύναμη] σίγουρα. Βάζαμε  τραγούδια ακούγαμε. Νάσου και ο Μπάμπης.
-Ρε βάλτε να χορέψουμε! Προτείνει ο Μπάμπης.
Βάζουμε τραγούδια μπήκαμε όλοι στο χορό. Γινόταν σαματάς. Το παίρνουν χαμπάρι από κάτω οι αδερφοί Κάπα Λέκκα και νάσου μαζεύεται πρώτα ο Γιάννης με το κλαρίνο. Τρελάθηκε ο Μπάμπης.
-Ωπάααα φώναζε συνέχεια.
-Γειά σου Μπάμπη μερακλή του φώναζε ο Γιάννης.
Οπότε σε κάποια στιγμή πετάγεται ο Μπάμπης.
10 ρεεεε 10 δεν έκανε η μάνα μουυυυ σαν και μένα!10!!!!!!
Από κοντά ήρθαν και ο Παναγιώτης Λέκκας με το ακορντεόν και ο Γιώργος Λέκκας με την μπάσο κιθάρα. Έγινε χαμός. Ο Μπάμπης ασταμάτητος δεν έβαλε κώλο κάτω. Κάποια στιγμή δίψασε.
-Μια γκαζόζα ρεεε μια γκαζόζα έσκασα!
Σηκώνεται ένας από τους αδερφούς Λέκκα και του φέρνει ένα ποτήρι γεμάτο.
-Έλα Μπάμπη γκαζόζα!
Το σηκώνει ο Μπάμπης μονορούφι και ξαπλώνει μονομιάς τέζα στο τσιμέντο.
Σταματάνε απότομα τα όργανα και εξαφανίζονται όλοι.
-Ωχ μάνα μου θα πεθάνω! Βογκούσε ο Λιάμης, σβήνω!
Τι είχε κάνει αντί για γκαζόζα του έδωσε ένα ποτήρι του νερού ούζο. Πάλι καλά που δεν πέθανε ο άνθρωπος. Μείναμε εγώ και ο Τσέπας.
-Να πάω να φωνάξω την θεία Ελένη [νύφη του] να τον πάρει σπίτι. Μου λέει.
Έρχεται η θεία Ελένη τον βλέπει σ΄ αυτά τα χάλια.
-Βρε κακούργοι τι κάνατε σ΄ αυτό το αθώο πλάσμα; Θα σας πάω στην αστυνομία!
-Ρε θεία εμείς εδώ τον βρήκαμε! Δικαιολογηθήκαμε.
Τον σηκώνει με χίλια ζόρια. Ο Μπάμπης βόγκαγε συνέχεια.
-Θα πεθάνω! Ωχ μάνα μου…
Μου είχε πει.
-Πρώτα θα βάλω στεφάνι και μετά θα πεθάνω!
Καμιά εβδομάδα πριν πεθάνει πήγα στο σπίτι κάτι γράμματα. Καθόταν όπως ήταν το σπίτι αριστερά σε μια καρέκλα και μπαίνοντας δεν μπορούσες να τον δεις. Όταν καθόταν στην καρέκλα δίπλωνε δυο φορές το πόδι επειδή ήταν ψηλός.
-Που είσαι ρε Μπρούνο! Του λέω       
-Βλάμη θα πεθάνω δεν είμαι καλά!
-Μια χαρά είσαι, μη φοβάσαι, του λέω.
Α  ρε Μπάμπη πράγματι 110 σαν και σένα αγνοί να ήταν θα ήμασταν διαφορετικοί.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μη μου δίνεις ψάρια…

Ο Κιμ της καρδιάς μας!

Στη ν¨δημοκρατία¨ δεν υπάρχουν αδιέξοδα...