Λύτρωση χωρίς δικαίωση


        

  Με γοργά βήματα δρασκέλισε και πέρασε από τη ζωή στην αιωνιότητα ο αγαπητός Βασίλης Μίχας. Κτηνίατρος στο επάγγελμα μα οι πιο πολλοί τον αποκαλούσαν σκυλογιατρό, χωρίς βέβαια να αληθεύει γιατί όλα τα κατοικίδια είχαν περάσει από το χειρουργικό του τραπέζι. Εγώ συγκεκριμένα τον είχα φέρει πολλές φορές για να βοηθήσει τις κατσίκες, που διατηρούσα, να  ξε γεννήσουν.
Γεννημένος στην Ουγγαρία παιδί από γονείς που άφησαν την πατρίδα για να σωθούν από τον αδελφοκτόνο πόλεμο, είχε μια άλλη παιδεία άγνωστη σε μας. Η σιωπή και οι μετρημένες λέξεις είχαν σμιλευτεί καλά από την παιδική του ηλικία σ΄ αυτή την χώρα όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε και κατόρθωσε να τον συντροφεύουν και στον τόπο του, όπου επαναπατρίστηκε το 1980 και αναπαύτηκε τελικά.
Του άρεσε να παίζει κουμ καν στο Βυζάντιο και είχαμε τύχει να καθίσουμε στο ίδιο τραπέζι. Έβλεπες πως ήταν πραγματικός τζέντλεμαν και αυτό φαίνεται στην αντίδραση του καθενός μας, όταν χάνει.
Άρχισα να έρχομαι πιο κοντά του όταν άνοιξε κτηνιατρείο λίγο πιο πάνω από το ταχυδρομείο. Δεν ανοιγόταν εύκολα αλλά όταν έβλεπε κάτι διαφορετικό επάνω στον συνομιλητή του, άνοιγε την καρδιά του. Συνήθως δεν είχε πολλή δουλειά και έπαιζε με το κομπιούτερ του. Μόλις με έβλεπε έβγαινε στην πόρτα και με καλούσε να μιλήσουμε. Ίσως να τον επηρέαζαν τα άρθρα μου στην εφημερίδα. Ίσως κάτι άλλο που δεν μπόρεσα να εξηγήσω μέχρι τώρα.
Πόνος συνήθως έβγαινε από βαθιά μέσα του. Έβλεπε αυτή την αδιαφορία των ανθρώπων, τη ζήλια, το φθόνο αλλά και το μίσος για τον συνάνθρωπο , τον τόπο και του ήταν δύσκολο να το εξηγήσει, να το καταλάβει. Μου εξιστορούσε τα παιδικά του χρόνια σ΄ αυτή τη χώρα και τα αναπολούσε ας ήταν και πέτρινα. Για το κόμμα απέφευγε να μιλά αλλά με παραδείγματα [αν μπορούσες να καταλάβεις] σου έδινε την σωστή διάσταση για κάτι που είχε ζήσει, ενώ εμείς με την ανωριμότητα που μας διέκρινε τα βλέπαμε εντελώς ανάποδα.
Τις καλύτερες μέρες τις πέρασα όταν ο Γιάννης ο συνονόματος μου από την Περαχώρα,  τον είχε φέρει το κόμμα στην Ουγγαρία για εξετάσεις καρδιάς. Με πήρε σαν διερμηνέα και με πολυτελέστατο αυτοκίνητο και οδηγό που του είχε χορηγήσει το κράτος όλη μέρα γυρίζαμε όλα τα μέρη. Πολυτέλεια και άγιος ο Θεός μου έλεγε.
Σε όλες τις καταστάσεις υπάρχουν οι βολεμένοι. Ισότητα  υπάρχει μόνο στη φτώχεια.
Πίστευε σε ένα καλύτερο κόσμο, κοινωνία έστω και σε διαφορετικό κοινωνικό σύστημα γι΄ αυτό είχε ενταχθεί στον συνδυασμό της Παρέμβασης. Είχε οράματα για τον τόπο που με μιας γκρεμίστηκαν όταν ανέλαβαν την εξουσία.
-Δεν αξίζει να ασχολείται κανείς με τα κοινά, μου πέταξε μια μέρα. Φεύγω πάω πίσω Ουγγαρία και μάλλον δεν ξανάρχομαι.
Στεναχωρήθηκα η αλήθεια γιατί η σχέση μας ήταν κάτι σαν τον πρωινό καφέ του εκάστοτε πρωθυπουργού με τον έμπιστό του.
-Ένα θα σου πω δεν έχουν καλά παιδιά στις τάξεις τους και βρες ποιος είναι ο χειρότερος.
-Που να ξέρω εγώ τι καπνό φουμάρει ο καθένας τους.
-Αυτός ……….. μου λέει.
-Πως είσαι τόσο σίγουρος; Του απαντώ.
-Εγώ δεν θα είμαι εδώ αλλά θα το δεις και άρχισε να μου αναλύει τους λόγους.
Όντως πριν αλέκτωρ λαλήσει το διαπίστωσα.
Με έκπληξη έμαθα μετά από καιρό πως ξαναγύρισε. Δεν μπόρεσε ούτε και στη θετή πατρίδα του να στεριώσει. 
Προσπάθησε να ορθοποδήσει με νέα αρχή αλλά ήταν υπεράνω των δυνατοτήτων του. Ο νόμος των ζώων της ζούγκλας ωχριά μπροστά στους νόμους των ανθρώπων.
Καταβλήθηκαν πολλές προσπάθειες για να μπορέσει να προσφέρει έργο στα αδέσποτα αλλά δεν καρποφόρησαν με κύρια αιτία την κακία των συμπολιτών μας. 
Ήμασταν σχεδόν γείτονες τώρα τελευταία και πολλές φορές τον γύριζα από το Λουτράκι στο σπίτι που του είχε παραχωρηθεί στο καταφύγιο με τα αδέσποτα. Το πάλευε αλλά ήταν άνισος ο αγώνας. Δεν του άρεσε να παρακαλά αλλά αυτό είναι πολυτέλεια σε μια κοινωνία που δεν ξέρει και έχει μάθει να τιμά τους αγωνιστές αλλά και τους αδικημένους.
Λίγο πριν τις εκλογές τον είδα στο παρκάκι να συζητά με την μητέρα του.
Τον ρώτησα τι κάνει;
-Τα λέω με τη μανούλα μου, μου λέει και μου υπενθύμισε πως δεν τον ακούω.
-Δεν σου είπα να μη ξανά βάλεις στα δημοτικά; Με επέπληξε.
Πάλι δίκιο είχες ρε Βασίλη.
Τέλος θέλοντας να κάνω ευθανασία στον γέρο Έκτορα, πριν λίγο καιρό  πήγα και τον πήρα από το σπίτι.
Είδα ένα Βασίλη διαφορετικό.
Κρατούσε ένα βιβλίο στα χέρια του. Είναι το « Ας ζήσει και κανένας» της Κατίνας Δημητρίου, μάνας του Ψαριανού και αδερφή του αντάρτη Νικηφόρου μου είπε με καμάρι και υπερηφάνεια και αρχίζει να μου διαβάζει.
Έφεραν έναν τραυματία αντάρτη τον Παναγιώτη Μίχα από την Περαχώρα  ο οποίος αιμορραγούσε κίτρινος σαν το πανί. Ήταν ζήτημα αν θα την έβγαζε την επόμενη μέρα και ανέφερε μάλιστα και διάλογο που είχε μαζί του. Τελικά επέζησε και πήρε την πορεία της αυτοεξορίας.
-Αυτός ήταν ο πατέρας μου ρε Χρήστο! Ούτε εξαργύρωσε τους αγώνες του, το αίμα του αλλά παρέμεινε στην άκρη για ένα καλύτερο αύριο. Δυστυχώς κανείς δεν τα ξέρει αυτά και ούτε τα τιμά, μου είπε με ιερή αγανάκτηση.
Δύσκολες εποχές, δύσκολοι άνθρωποι. Οι καλοί κρύβονται και μοστράρουν οι επιτήδειοι. Έτσι ήταν ο πατέρας μου δεν είπε το παραμικρό εκτός στην περίπτωση που όταν πρώτο ήρθαμε Ελλάδα στα σύνορα ένας νεαρός αστυνομικός που ήλεγχε τα διαβατήρια του είπε.
-Ούγγρος και ελληνικό όνομα και μιλάς ελληνικά πως γίνεται;
-Είμαι από αυτούς που νικήσατε! Του απάντησε τραχιά.
-Ρε πατέρα τι του λες του παιδιού; Τι ξέρει αυτό και τι φταίει για ότι έγινε πριν αυτό γεννηθεί!
Έτσι ήταν. Τους έπνιγε το δίκιο αλλά δεν το έβρισκαν.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τους σκεπάζει όλους αυτούς τους άδολους που πίστεψαν σε ένα καλύτερο αύριο, μόνο που η νύχτα είναι μακρά και ίσως αξημέρωτο το επόμενο καλύτερο αύριο. Είναι σημαντικό ότι κάνατε στη ζωή σας με μια μόνη διαφορά. Τα κάνατε και τα προσφέρατε σε ασήμαντους ανθρώπους.                         

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μη μου δίνεις ψάρια…

Ο Κιμ της καρδιάς μας!

Στη ν¨δημοκρατία¨ δεν υπάρχουν αδιέξοδα...