ΑΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ



              


    Ελάχιστα παιδάκια, μετρημένα στα δάχτυλα,θα έλεγα, στην ηλικία των 5-6 ετών είχαν την τύχη να έχουν δικό τους ποδήλατο. Τότε υπήρχαν κάτι ποδηλατάκια με μικρές ρόδες και χοντρά άσπρα λάστιχα, μπρος πίσω.
Ένα τέτοιο είχα ονειρευτεί να έχω σ΄ αυτή την ηλικία. Δυστυχώς μόνο στον ύπνο μου είχα καταφέρει να το αποκτήσω, σε όνειρο φυσικά.
Θα ήμουν γύρω στα 11, είχαμε πάει επίσκεψη να δούμε το μωρό της ξαδέρφης μου Αριστέας, τον Νικολάκη Μπόικο. Είχαν νοικιάσει απέναντι από το μπακάλικο του Λόντου. Είχε ένα διάδρομο το σπίτι και στον τοίχο έστεκε το ποδήλατο του Περικλή με δυο σημαίες. Μία της ΑΕΚ και μία του ΠΑΟ. Τσαντίστηκα. Τι  σημαίες είναι αυτές δυο του Ολυμπιακού έπρεπε να έχει σκέφτηκα.
Το περιεργαζόμουν.
Με βλέπει η θεία μου η Ελένη και μου λέει .
-Το πουλάει ο Περικλής! πήρε μηχανάκι.
-Όχι δεν έχει σημαίες του Ολυμπιακού δεν το θέλω! Είπα θυμωμένος.
-Θα τις βγάλει! Πριν λίγες μέρες τις έβαλε! Με καθησύχασε.
Είχα την εντύπωση ότι δεν βγαίνανε. Ήταν δηλαδή από το εργοστάσιο με τις σημαίες και δεν έβγαιναν. Με 1500 δρχ. το πήρα. Η χαρά μου ανείπωτη. Επιτέλους το όνειρο έγινε πραγματικότητα έστω με λίγα χρόνια καθυστέρηση.
Έλα όμως που κάθε λίγο και λιγάκι στο Βάγγο! Μία έσκαγε το λάστιχο, μία τα φρένα, την άλλη η αλυσίδα δεν μου έμενε δραχμή. Άσε που κόντεψα να σκοτωθώ.
Σάββατο πρωί ετοιμαζόμουν για το σχολείο. Δίπλα μας είχε νοικιάσει ο Βασίλης Βλάσσης ελαιοχρωματιστής αλλά και τραγουδιστής. Με βλέπει η πεθερά του η κυρία Μαρία και μου λέει.
-Χρήστο πετάξου μέχρι το Γιακουμή να μου πάρεις ένα κοτόπουλο! Θα σχολάσει ο Βασίλης από τη δουλειά και δεν έχω τι να μαγειρέψω!
-Κυρία Μαρία 8 η ώρα μπαίνουμε, δεν θα προλάβω να πάω και να γυρίσω! Της λέω.
-7.20 είναι προλαβαίνεις με το ποδήλατο δεν αργείς!
Τι να κάνω πάντα ένιωθα ιερό χρέος να εξυπηρετώ μεγαλύτερους και όταν επέμεναν μάλιστα ήταν αδύνατον να αρνηθώ. Τι να κάνω νευριασμένος αφήνω τη σάκα στο σπίτι και παίρνω το ποδήλατο και πάω γρήγορα στο Γιακουμή. Το ζυγίζει ο άνθρωπος και μου λέει την τιμή. Τότε κατάλαβα πως δεν είχα πάρει λεφτά από τη κυρία Μαρία. Τρέχω με τη ψυχή στο στόμα και της λέω.
-Δεν μου έδωσες λεφτά!
-Ουυυυ το ξέχασα να πάρε 20 δρχ.
-Μα δεν προλαβαίνω να πάω σχολείο αν ξαναπάω!
-Πήγαινε σε παρακαλώ! Μου ξανάλεει.
Τι να κάνω χωρίς να σταματώ πουθενά έφτασα έξω από το φούρνο του Τούρκικου [Θώδειον]. Ήταν Σάββατο και είχε λαϊκή. Ο Γιάννης Κοκορομύτης ήταν μανάβης και με το αυτοκίνητό του πήγαινε προς το φούρνο. Η λαϊκή γινόταν Χατζοπούλου και Υψηλάντη στη παιδική χαρά - πλατεία που υπάρχει σήμερα. Χωρίς να καταλάβω τίποτα χτυπάω πάνω στο φορτηγό πέφτω πάνω στο τιμόνι του ποδηλάτου και συνέχισε το ποδήλατο να πηγαίνει και να με ρίχνει σχεδόν μέσα στην πόρτα του φούρνου επί της οδού Υψηλάντου. Το εικοσάρικο μου έφυγε από τα χέρια και κάποιος το πήρε. Με βάζει ο Γιάννης στο φορτηγό του και με πάει σπίτι, μπαίνει μέσα και η μάνα μου αλαφιασμένη και ξεκινάμε για την κλινική του Λουκάκου. Νύσταζα και αυτοί φοβόντουσαν και άρχισαν να μου μιλάνε, εγώ τους απαντούσα βαρετά και κάπου εκεί στο σημερινό νοσοκομείο άρχισα να γέρνω. Με άρχισαν στα σκαμπίλια για να μη κοιμηθώ. Πονούσα και ήθελα πολύ να κοιμηθώ. Έμεινα τελικά 2 εβδομάδες στη κλινική. Δεν μου έδιναν να φάω και είχα μια επιθυμία να φάω μέχρι και τα φαγητά που ποτέ δεν είχα φάει αλλά και ούτε καν δοκιμάσει. Θυμάμαι ήρθε η θεία μου Χριστίνα Κατσάρα και μου έφερε ένα κουτί με πάστες.
-Ρε θεία δεν μου δίνουν να φάω! Πες του γιατρού να με αφήσει να φάω πάστα!
Να σου ο Λουκάκος πέρναγε στην αυλή και τον είδαμε από το παράθυρο. Γνωρίζονταν και του είπε αν μπορώ να φάω πάστα.
-Να φάει! Λέει
Του δώσαμε και αυτουνού μια και  μετά. Τις  έφαγα όλες σιγά –σιγά.
Αργότερα ο Μπόικος πήρε μια BMW μοτοσυκλέτα σαν αυτή της φωτογραφίας και με ρώτησε αν θέλω το μηχανάκι.
-Πάρτο με δοκιμή μου λέει!
Δεν το χόρταινα βενζίνη.
Γείτονας τώρα είχε έρθει ο Βασίλης Κουμπούνης. Έφτιαξε δικό του σπίτι και έφυγε. ΄Ωσπου να τακτοποιηθεί στο δικό του σπίτι, άφησε μια BMW μηχανή που είχε στο σπίτι μας.  Μια μέρα την κουνάω [έτσι βλέπαμε αν είχε βενζίνη το ντεπόζιτο]   και ακούω πως έχει μέσα βενζίνη. Βγάζω το λαστιχάκι και την πήρα. Άφησα όμως ανοιχτό το ντεπόζιτο και με τη βροχή γέμισε το βρόχινο νερό.
Να δεις που ο κυρ Βασίλης την πήρε έκανε τη δουλειά του και το γέμισε βενζίνη σκέφτηκα. Ξαναγεμίζω το μηχανάκι με βρόχινο νερό. Που να πάρει μπροστά.
-Ρε Κωτσαρή τι κάνουμε τώρα! Του λέω
-Θα το πάμε με τα χέρια στο Βάγγο! Θα μας το φτιάξει!
Το κατεβάζει στο υπόγειο ο  Βάγγος και προσπαθούσε να το βάλει εμπρός.
-Μη προσπαθείς δεν παίρνει! Του λέει ο Κωτσαρής.
-Σώπα ρε Μαναράκι! Προσπαθώ να καταλάβω από τον ήχο γιατί δεν παίρνει!
Αρχίζει να λύνει τη μηχανή. Την ξανά συναρμολογεί τίποτα.
-Το μπουζί θα είναι! Αναφώνησε θριαμβευτικά.
Το βγάζει. Πεντακάθαρο.
-Δεν μπορεί κάτι άλλο έχει. Η μηχανή εντάξει, μπουζί εντάξει! Ρε βενζίνη έχει;
-Τι λες ρε Βάγγο γεμάτο είναι! Του λέει ο Κωτσαρής.  
Δεν τον πίστεψε. Τραβάει το λαστιχάκι και βάζει το χέρι του, το βάζει στο στόμα και αγανακτισμένα μας λέει.
-Ρε αυτό είναι νερό! Τι βενζίνη μου λέτε! Με έχετε από το πρωί εδώ και παιδεύομαι και θέλετε να πάρει εμπρός το μηχανάκι με νερό! Πήγαινε στου Φιλιάντρα και πάρε ένα μπιτόνι βενζίνη ρε!
Πράγματι μόλις βάλαμε βενζίνη με την πρώτη πήρε μπροστά.
Α ρε Βάγγο με μας τους αλήτες που είχες μπλέξει, σε ταλαιπωρούσαμε άδικα. Το μόνο που θα μπορούσα να κάνω ήταν να αναφερθώ σε σένα για να εξιλεωθούμε στο ελάχιστο.
Πόσα όνειρα ζωής τελικά, δεν καταλήγουν εφιάλτες;

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μη μου δίνεις ψάρια…

Ο Κιμ της καρδιάς μας!

Στη ν¨δημοκρατία¨ δεν υπάρχουν αδιέξοδα...