ΖΩΗ ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

      

   Αν ρωτήσεις ένα πιτσιρικά 9-10 χρονών τι θα ήθελε, σίγουρα θα ζητούσε ένα καινούργιο μοντέλο κινητού, ένα τάμπλετ, κάτι ηλεκτρονικό για να ικανοποιήσει το πάθος του αλλά και να το δείξει με καμάρι στους φίλους του.
Εμείς σ΄ αυτή την ηλικία δεν είχαμε τίποτα δικό μας, πέρα από καμιά σφεντόνα, μπίλιες που αγοράζαμε στο μπακάλικο του Λόντου ή του  Βαγγέλη Παύλου που ήταν μια γωνία πριν.
Η καλύτερη μας ήταν αν είχε ο Κωτσαρής [Κώστας Οικονόμου] καμιά δραχμή να πάμε να νοικιάσει ποδήλατο κυρίως στου Βάγγου και να με βάλει επάνω και να κάνουμε βόλτες στο Λουτράκι. Η χαρά μας απερίγραπτη.
Το πρόβλημα ήταν ότι με μια δραχμή ήταν κάνα τέταρτο της ώρας αλλά εμείς ξεχνιόμαστε και είχαμε φασαρίες με τον Βάγγο, γιατί πάντα υπερβαίναμε την ώρα παράδοσης πάντα.    
Είχε το υπόγειο επί της οδού Κολοκοτρώνη αλλά τα ποδήλατα που νοίκιαζε κυρίως στους τουρίστες τα έβαζε όχι μόνο στις δυο άκρες του δρόμου αλλά και επί της Μπότσαρη. Πολλές φορές και στις δυο μεριές της Μπότσαρη. Θέλω να πω πως είχε πάρα πολλά ποδήλατα.
Στον Ησαάκ δεν πήγαινε που το είχε και αυτός στο υπόγειο του ξενοδοχείου του  Κοράκια, στην Τσαλδάρη, γιατί τον είχε πάρει χαμπάρι ότι αργεί και δεν του νοίκιαζε.
Πολλές φορές πήγαινε και σε μια γυναίκα που είχε και αυτή ποδηλατάδικο στην οδό Αγίου Ιωάννου.
Ο Βάγγος είχε ένα και μοναδικό ποδήλατο μικρό αλλά δεν είχε το σουλούπι του γυναικείου ποδηλάτου, είχε ένα σωλήνα μεταξύ σέλας και τιμονιού  όπου καθόμουν εγώ, μας βόλευε καλύτερα αυτό. Σ΄ αυτή την ηλικία δεν ήξερα ακόμα ποδήλατο.
-Θα πάμε μου λέει πρωί – πρωί, μη μας το πάρουν και θα πάμε Κόρινθο.
 -Με μια δραχμή πότε θα προλάβουμε να το φέρουμε πίσω; Του λέω.
-Θα πάμε στο νονό μου, Ηλιόπουλος λέγεται θα τον γνωρίσεις και συ. Όταν πάω πάντα μου δίνει λεφτά. Αν μας δώσει δεκάρικο θα περισσέψουν κιόλας.
Συμφώνησα λοιπόν και περίμενα λίγο πιο πέρα να έρθει με το ποδήλατο.
-Σου είπε τίποτα; Ρώτησα μόλις ήρθε.
-Ναι! Ένα τέταρτο είναι αλλά εσύ κάνε 20 λεπτά. Εδώ γύρω πήγαινε μη πας μακριά και σε ψάχνω! Τον συμβούλεψε ο Βάγγος.
Μια και δυο στη Ποσειδωνία. Ήρθε το μονόξυλο μπήκαν κάτι μεγάλοι και ένα αμάξι πάμε και μεις .
-Που πάτε; Μας ρώτησαν δυο άντρες που χειρίζονταν το μονόξυλο.
-Στο νονό μου στην Κόρινθο! Απαντά θαρρετά ο Κωτσαρής.   
-Πίσω ρε! Θέλετε να πάτε και στην Κόρινθο; Το ξέρουν οι μανάδες σας; Δρόμο!
Κατεβάσαμε τα κεφάλια και πήραμε το δρόμο της επιστροφής.
-Θα πάμε από πάνω, μου λέει.
-Ρε εκεί έχει αστυνομία! Θα μας πιάσουν δεν θα μας αφήσουν!
-Θα περιμένουμε και όταν δεν θα κοιτάνε θα τρέξουμε και θα περάσουμε. Μου λέει.
Φτάσαμε από τα πολλά και δεν προλάβαμε να κατηφορίσουμε, μας κάνει νόημα ένας χωροφύλακας να πάμε κοντά του. Στεκόταν έξω από το φυλάκιο εκεί που είναι το τουριστικό του Δόσχορη σήμερα.
-Που πάτε;
Πάλι τα ίδια εμείς.
-Το ποδήλατο που το κλέψατε;
-Το νοικιάσαμε! Δικαιολογήθηκε ο Κωτσαρής.
Δώσαμε τα ονόματά μας. Είχαν ένα τηλέφωνο από αυτά που γύριζες μια μικρή μανιβέλα, πήραν τηλέφωνο στην Αστυνομία στο Λουτράκι. Τι είπαν δεν ακούσαμε.
-Καθίστε εκεί στην άκρη! Μας είπαν.
Τι έκαναν εκεί;
Ο ένας στεκόταν έξω από το φυλάκιο και έλεγε τα νούμερα των αυτοκινήτων που περνούσαν. Ο άλλος τα έγραφε σε ένα τετράδιο. Πολλές φορές μπερδεύονταν και έγραφαν άλλα αντί άλλων.
Η ώρα περνούσε και είχαμε αρχίσει να πεινάμε.
-Ρε Κωτσαρή δεν πεινάς; Του ψιθυρίζω.
-Κάτσε ρε μη μας βάλουν φυλακή, να δούμε τι θα κάνουμε. Άστο το φαΐ τώρα.
Αυτοί είχαν κολατσιό μαζί τους, τυρί αυγά και ντομάτα. Φάγανε και ούτε που γνοιάστηκα για μας.
Κάποια στιγμή ρωτά ο ένας.
-Τι ώρα είναι;
-Μια, απαντά ο άλλος.
-Διώχτα ρε!
-Πάρτε το ποδήλατο και γρήγορα σπίτια σας. Μη σας ξαναδούμε εδώ! Μπρος.
Βουτάμε το ποδήλατο και ο Βολικάκης πίσω θα έμενε αν έτρεχε μαζί μας.
-Τώρα τι κάνουμε; Πως θα πληρώσουμε το Βάγγο; Ρωτάω τον Κωτσαρή.
-Πάμε σπίτι να φάμε και μόλις αρχίσει να σουρουπώνει θα πάω από πάνω [από τη Μπότσαρη]  θα το παρατήσω και θα τρέξω. Το έχω ξανακάνει.
Α ρε Βάγγο τι σου είχαμε κάνει!   Συνεχίζεται.            

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μη μου δίνεις ψάρια…

Ο Κιμ της καρδιάς μας!

Στη ν¨δημοκρατία¨ δεν υπάρχουν αδιέξοδα...