ΧΡΟΝΙΑΡΕΣ ΜΕΡΕΣ



                     
                       
                             

                                           
 
                                  ΧΡΟΝΙΑΡΕΣ   ΜΕΡΕΣ
 Με πόση λαχτάρα περιμέναμε αυτές τις άγιες μέρες όλα τα παιδιά! Καλοί και κακοί μαθητές. Αν και η πλειονότητα ήμασταν κακοί μαθητές. Όχι ότι δεν ¨παίρναμε ¨τα γράμματα αλλά δεν υπήρχαν φωτισμένοι δάσκαλοι να μας πλησιάσουν, να μας ημερώσουν, να δείξουν ενδιαφέρον για τον καθένα μας προσωπικά, να μας βοηθήσουν και τελικά να μας μάθουν. Μιας και δεν είχαμε βοήθεια από το σπίτι, οι γονείς αγράμματοι, η βέργα ήταν ο αντικαταστάτης του δάσκαλου. Αυτή μας συνέτιζε, αυτή μας πόναγε, αυτή μας έκανε να μισήσουμε τα γράμματα.
Θυμάμαι έφευγα χαρούμενος από το σχολείο αν δεν είχα φάει ξύλο για ψύλλου πήδημα στις μικρές τάξεις και στην τελευταία τάξη  δεχτεί μπούλιγκ [το λένε τώρα] από τον ίδιο τον δάσκαλο. Πόσες φορές δεν μας ρωτούσε.
 -Τι  δουλειά κάνει ο πατέρας μας!
Αυτό τον βοηθούσε αν θα αντιδρούσαν οι γονείς μας σε χειροδικία ή το μπούλιγκ, που δεν δεχόμασταν όλοι αλλά επιλεκτικά… 
Με τέτοιες καταστάσεις οι διακοπές των Χριστουγέννων ήταν όντως άγιες μέρες τουλάχιστον για εμάς τα παιδιά. Η αποχή από τα μαθήματα ήταν θείο δώρο και το  παιγνίδι είχε τη τιμητική του.
Αν σ΄ αυτά  προσθέσουμε και τις ημέρες που λέγαμε τα κάλαντα, δικαιολογείται η απογοήτευση που νιώθαμε σαν έφθανε η μέρα του Αι Γιαννιού και επιστρέφαμε στις πληκτικές αίθουσες του σχολείου.
Σαν σήμερα, οι πιο θαρραλέοι ξύπναγαν νωρίς και μόνοι τους χτύπαγαν στην αρχή τις πόρτες των γειτόνων και χωρίς να πουν το τυπικό.
-Να τα πω;
Άρχιζαν να ψέλνουν τα κάλαντα. Καλή μέθοδος γιατί δεν άφηνε περιθώρια να σου πουν!
-Τα είπαν άλλοι! 
Έτσι η επιτυχία ήταν σίγουρη. Μπορεί να μην ήταν γενναίο το φιλοδώρημα αλλά έστω και αυτό το μικρό ποσό έμπαινε στη τσέπη. Είχαν εν τω μεταξύ το πλεονέκτημα ότι δεν ήταν υποχρεωμένοι να τα μοιράζουν δια δύο ή τρία πολλές φορές. Ανάλογα με την παρέα που σχημάτιζαν και έτσι ήταν οι μονίμως κερδισμένοι των εορτών.
Η άλλη κατηγορία ήταν οι φίλοι που προετοίμαζαν πολύ καιρό πριν τις ενέργειές τους. Έκαναν επανάληψη στα κάλαντα και σαν πιο ντροπαλοί που ήταν είχαν τις παράπλευρες απώλειες. Ρωτούσαν συνήθως τους άγνωστους νοικοκυραίους.
-Να τα πούμε!
Όχι πάντα αλλά υπήρχαν και οι φορές που αντιμετωπίζονταν αρνητικά, οπότε φεύγοντας μουρμούριζαν βρισιές ψιθυριστά και άλλοτε πιο δυνατά αλλά είχαν το νου τους να τρέξουν σε τυχόν αντίδραση του νοικοκύρη.
Το μεσημέρι περίπου γινόταν η μοιρασιά. Αν υπήρχε αμφιβολία ότι κάποιος υπάρχει περίπτωση να ρίξει τον άλλον, υπήρχε συμφωνία. Όλοι θα έρχονταν χωρίς λεφτά στην τσέπη και στο τέλος θα γύριζαν έξω όλοι τις τσέπες ώστε να βεβαιωθούν ότι είναι άδειες. Πολλές φορές και σε δυο άτομα παρέα, υπήρχε πρόβλημα. Το ποσό δεν διαιρούνταν δια δύο. Πόσο μάλλον όταν ήταν τρία. Ο πιο μάγκας-νταής έπαιρνε το νόμισμα γυρίζαμε όλοι προς μια κατεύθυνση και το πετούσε μακριά πίσω μας. Γυρίζαμε μετά από ώρα και ψάχναμε να το βρούμε υπολογίζοντας στο περίπου, που  να είχε πέσει. Μάταιος κόπος, ποτέ δεν είχαμε καταφέρει να το βρούμε.
Η καλύτερη επένδυση είχε αποδειχθεί πως ήταν, να τα έδινες στους γονείς σου. Ζήταγες όποτε ήθελες να πάρεις π.χ μια σάμαλι την Κυριακή στο γήπεδο ή κάτι άλλο και είχες το νου σου τι ποσό σου φυλάνε οι γονείς μετά από κάθε… ανάληψη!
Εγώ χρησιμοποιούσα το ποσό από τα κάλαντα και σαν μέσον εκβιασμού. Όποτε με μάλωναν απαιτούσα όλο το ποσό εδώ και τώρα. Κάτι σαν ΔΝΤ.
Το ίδιο έκανε και ο αδερφός μου. Ο νονός του, όταν τον είχαμε επισκεφθεί [θα αναφερθώ κάποια στιγμή σ΄ αυτόν. Έχει ενδιαφέρον ,θυμηθείτε το] του έδωσε 10 δρχ και εμένα 5. Όποτε τον μάλωναν απειλούσε.
-Δώσε μου το δεκάρικο να φύγω!
Νόμιζε πως θα αγόραζε όλο τον κόσμο με αυτό το δεκάρικο…




Πολλές φορές μόλις μοιράζαμε τα λεφτά, παίζαμε πάρτα- όλα. Είχαμε  αγοράσει από το μπακάλικο του Λόντου, από το κοινό ταμείο, αυτή τη σβούρα και παίζαμε συνήθως δεκάρες και εικοσάρες οι πιο θαρραλέοι.
Όταν φτάσαμε στο γυμνάσιο αυτές τις μέρες κλείναμε ραντεβού τα βράδια σε οικοδομές και αχούρια και με τη βοήθεια των κεριών παίζαμε 31. Τράβαγες από το 22-23 και καιγόσουν. Αυτά ήταν χτυποκάρδια. Είχαμε και το νου μας μήπως μας πιάσει η Αστυνομία γι΄ αυτό πηγαίναμε με προφυλάξεις στο «κρυφό σχολειό.» Φοβόμασταν μη μας δει κανένας γείτονας και φωνάξει την Αστυνομία.
Πάντως απ΄ ότι θυμάμαι και τα άλλα παιδιά δεν είχαν πολλές επιλογές για την διάθεση των χρημάτων από τα κάλαντα. Δεν υπήρχε αυτή η πληθώρα επιλογών. Συνήθως αγόραζαν μπίλιες που παίζαμε και αυτές ο Λόντος τις πούλαγε καθώς και λάστιχα για σφεντόνες. Αγαπημένη μας σύντροφος η σφεντόνα και αν είχες βρει και καλή φούρκα από αγριελιά, σκότωνε μόνη της τα σπουργίτια…
 Με ανυπομονησία  περιμέναμε αυτές τις μέρες που άλλαζαν πραγματικά τη ζωή των μικρών παιδιών, κυρίως με αυτές τις μικροχαρές, που ελάχιστα κόστιζαν αλλά έδιναν χρώμα στη συνέχιση της σκληρής πραγματικότητας. Φτωχά αλλά ανθρώπινα…
Καλές γιορτές…

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μη μου δίνεις ψάρια…

Ο Κιμ της καρδιάς μας!

Στη ν¨δημοκρατία¨ δεν υπάρχουν αδιέξοδα...